- στάθμ'
- στάθμαι , στάθμηcarpenter's linefem nom/voc plστάθμᾱͅ , στάθμηcarpenter's linefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζυγάρχης — ζυγάρχης, ὁ (Α) ο αρχηγός ενός ζυγού ιππέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + αρχης (< άρχω), πρβλ. σταθμ άρχης, ταγματ άρχης] … Dictionary of Greek
σταλαμίδα — η, Ν 1. στάλα, σταλαγματιά 2. στον πληθ. οι σταλαμίδες α) το νερό τής βροχής όπως στάζει από τη στέγη β) η υδρορρόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαμός + επίθημα ίδα (πρβλ. σταθμ ίδα)] … Dictionary of Greek